- ζωδάριον
- ζῳδάριον, τό (Α)1. (υποκορ. τού ζῴον) ζωάριο, ζωύφιο2. ζώδιο, μικρή ζωγραφισμένη ή σκαλισμένη εικόνα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον (υποκορ. τού ζῴον) + κατάλ. υποκορ. -αριον (πρβλ. βιβλι-άριον, γλωσσ-άριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζῳδάριον — animalcule neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳδαρίου — ζῳδάριον animalcule neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳδαρίων — ζῳδάριον animalcule neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳδαρίῳ — ζῳδάριον animalcule neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζῳδάρια — ζῳδάριον animalcule neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωδαρίδιον — ζῳδαρίδιον, τό (Α) 1. μικρή, λεπτή μορφή 2. αγαλμάτιο θεού που έχει κεφαλή ζώου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῳδάριον + κατάλ. υποκορ. ίδιον (πρβλ. αγαλματ ίδιον, κορασ ίδιον). Η λ. ζῳδαρίδιον είναι υποκορ. τού ζῳδάριον, που με τη σειρά του είναι υποκορ. τού… … Dictionary of Greek